- τηλεφαής
- τηλεφαήςfar-shiningmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηλεφαής — ές, ΜΑ αυτός που στέλνει μακριά το φώς του αρχ. ο ορατός από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. ἀρτι φαής] … Dictionary of Greek
τηλεφαῆ — τηλεφαής far shining neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τηλεφαής far shining masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τηλεφαής far shining masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek